- μισόκοσμος
- μισόκοσμος, -ον (Μ)αυτός που μισεί, που αποστρέφεται τον κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κόσμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοκοσμία — μισοκοσμία, ἡ (Μ) [μισόκοσμος] το μίσος, η απέχθεια προς τον κόσμο … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek